- ὠίη
- ᾤαsheepskinfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρώϊος — ωΐη, ον και συνηρ. τ. αρσ. τρῳός Α [Τρως] 1. ο τρωικός 2. ο Τρώας … Dictionary of Greek
υπερώιος — α, ο / ὑπερώιος, ωΐη, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Α νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερώα (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια απόφυση» γ. «υπερώια πτυχή») 2. φρ. «υπερώιο ιστίο» ανατ. η μαλακή υπερώα αρχ. ο ὑπερῴος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με τη… … Dictionary of Greek
ōus2 : ǝus- : us- — ōus2 : ǝus : us English meaning: ear Deutsche Übersetzung: “Ohr” Note: extended with i (ǝusi s), es (ǝusos n.) and en Note: Root ōus2 : ǝus : us : “ear”, derived from zero grade of Root ghous : “to sound; hear”. Only Indo… … Proto-Indo-European etymological dictionary